βοήθημα

βοήθημα
το (AM βοήθημα) [βοηθώ]
νεοελλ.
1. το μέσο με το οποίο παρέχεται η βοήθεια ή το πράγμα που χρησιμεύει για βοήθεια
2. βιβλίο ή σύγγραμμα από το οποίο παίρνει ορισμένα στοιχεία ο μελετητής
αρχ.-μσν.
φάρμακο
αρχ.
καταφύγιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βοήθημα — resource neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοήθημα — το 1. αυτό που δίνουμε για βοήθεια: Παίρνει ένα βοήθημα από την Πρόνοια. 2. σύγγραμμα από το οποίο αντλεί κάποιος στοιχεία, για να κάνει δική του εργασία: Για να δουλέψω, μου χρειάζονται πολλά βοηθήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βοήθημ' — βοήθημα , βοήθημα resource neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθημάτων — βοήθημα resource neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθήμασι — βοήθημα resource neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθήμασιν — βοήθημα resource neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθήματα — βοήθημα resource neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθήματι — βοήθημα resource neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθήματος — βοήθημα resource neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσφυγή — η, ΝΜΑ [προσφεύγω] καταφυγή σε κάποιον ή σε κάτι από ανάγκη, ιδίως για αναζήτηση προστασίας νεοελλ. 1. αίτηση σε επίσημη κρατική ή διεθνή αρχή με την οποία επιδιώκεται ακύρωση, ανάκληση ή τροποποίηση μιας πράξης ή απόφασης (α. «προσφυγή στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”